- ονειρικός
- -ή, -ό [όνειρο]1. αυτός που αναφέρεται στα όνειρα2. αυτός που μοιάζει με όνειρο («ονειρική ζωή»)3. φρ. α) «ονειρικές ψευδαισθήσεις» — ψευδαισθήσεις που δεν απαρτίζονται από απλές και μεμονωμένες εικόνες αλλά από μία ολόκληρη σειρά εικόνων οι οποίες παριστάνουν πράξεις ή εκτυλίξεις γεγονότωνβ) «ονειρική κατάσταση»(ιατρ.-ψυχολ.) φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη λεγόμενη θόλωση συνειδήσεως και χαρακτηρίζεται από την επικράτηση πλούσιων φανταστικών βιωμάτων, αλλ. ονειροειδής κατάσταση.επίρρ...ονειρικάμε ονειρικό τρόπο, ονειρεμένα.
Dictionary of Greek. 2013.