ονειρικός

ονειρικός
-ή, -ό [όνειρο]
1. αυτός που αναφέρεται στα όνειρα
2. αυτός που μοιάζει με όνειρο («ονειρική ζωή»)
3. φρ. α) «ονειρικές ψευδαισθήσεις» — ψευδαισθήσεις που δεν απαρτίζονται από απλές και μεμονωμένες εικόνες αλλά από μία ολόκληρη σειρά εικόνων οι οποίες παριστάνουν πράξεις ή εκτυλίξεις γεγονότων
β) «ονειρική κατάσταση»
(ιατρ.-ψυχολ.) φαινόμενο που παρατηρείται κατά τη λεγόμενη θόλωση συνειδήσεως και χαρακτηρίζεται από την επικράτηση πλούσιων φανταστικών βιωμάτων, αλλ. ονειροειδής κατάσταση.
επίρρ...
ονειρικά
με ονειρικό τρόπο, ονειρεμένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ονειρικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα όνειρα ή που μοιάζει με όνειρο: Ονειρικό πλάσμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ονειρώδης — ῶδες (ΑΜ ὀνειρώδης, ῶδες) [όνειρος] αυτός που μοιάζει με όνειρο, ονειρικός νεοελλ. ωραιότατος, θεσπέσιος, εξαίσιος. επίρρ... ονειρωδώς με ονειρώδη τρόπο, ονειρευτά …   Dictionary of Greek

  • όναρ — το (Α ὄναρ) 1. όραμα το οποίο παρουσιάζεται κατά τη διάρκεια τού ύπνου, όνειρο 2. φρ. «κατ όναρ» στον ύπνο, σε όνειρο αρχ. 1. καθετί το αβέβαιο ή απατηλό 2. (ως επίρρ.) ὄναρ σε όνειρο, στον ύπνο («ὄναρ γὰρ ὑμᾱς νῡν Κλυταιμνήστρα καλῶ», Ευμ.) 3.… …   Dictionary of Greek

  • Γκεόργκε, Στέφαν — (Stephan George, Μπιντεσχάιμ 1868 – Λοκάρνο 1933). Γερμανός ποιητής. Θεωρείται ο σημαντικότερος παρακμιακός (decadent) ποιητής της Γερμανίας, μετά τον Χόφμανσταλ και τον Ρίλκε. Το έργο του, γέννημα της αντίθεσής του στον ποιητικό νατουραλισμό και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”